ἀκράδαντος

ἀκράδαντος
ἀκράδαντος
unshaken
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ακράδαντος — η, ο (Α ἀκράδαντος, ον) [κραδαίνω] αυτός που δεν κλονίζεται, άσειστος, ακλόνητος, ατράνταχτος …   Dictionary of Greek

  • ακράδαντος — η, ο ακλόνητος, σταθερός: Έχει ακράδαντη πεποίθηση πως τελικά θα πετύχει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκραδάντως — ἀκράδαντος unshaken adverbial ἀκράδαντος unshaken masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκράδαντον — ἀκράδαντος unshaken masc/fem acc sg ἀκράδαντος unshaken neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκραδάντους — ἀκράδαντος unshaken masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκραδάντῳ — ἀκράδαντος unshaken masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκράδαντα — ἀκράδαντος unshaken neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκράδαντοι — ἀκράδαντος unshaken masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστυφέλικτος — ἀστυφέλικτος, ον (Α) [στυφελίζω] ο αδιάσειστος, ο ακράδαντος …   Dictionary of Greek

  • ατράνταχτος — η, ο·1. ακλόνητος, αμετακίνητος, στερεός 2. ακράδαντος, αδιάσειστος («ατράνταχτα επιχειρήματα») 3. (για πράγματα) τρανός, επιβλητικός, τεράστιος («ατράνταχτη προίκα, περιουσία») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”